- κακοδαιμονικός
- κᾰκοδαιμον-ικός, ή, όν,A bringing unhappiness or misfortune,
πικρία Phld.Ir.p.56
W., cf. D.L. 7.104, S.E.M.9.176.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πικρία Phld.Ir.p.56
W., cf. D.L. 7.104, S.E.M.9.176.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακοδαιμονικός — κακοδαιμονικός, ή, όν (Α) [κακοδαίμων] αυτός που προξενεί κακοδαιμονία … Dictionary of Greek
κακοδαιμονικόν — κακοδαιμονικός bringing unhappiness masc acc sg κακοδαιμονικός bringing unhappiness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδαιμονικῆς — κακοδαιμονικός bringing unhappiness fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)